ἀσυμπτώτου

ἀσυμπτώτου
ἀσύμπτωτος
not falling in
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασυμπτωτικός — ή, ό αυτός που έχει την ιδιότητα του ασύμπτωτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασύμπτωτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”